-
1 καταξαινω
(pf. pass. κατέξασμαι и κατέξαμμαι)1) досл. (о шерсти) чесать, расчесывать, перен. тесать, обтесывать(λίθους Diod.)
2) рвать, вырывать(πλόκους κόμης Eur.)
3) растерзывать, избивать(καταξανθεὴς πέτροις Soph. или βολαῖς Eur.; κεφαλήν Plut.)
κ. τινὰ εἰς φοινικίδα Arph. — избить кого-л. до крови4) уничтожать, губить(ἄνθος Ἄργους Aesch.)
πυρὴ καταξανθείς Eur. — погибший от огня, сгоревший5) изнурять(τὰς ἕξεις Plut.)
; med.-pass. изнемогать(πόνοις Eur.)
δακρύοις καταξανθεῖσα Eur. — обессилевшая от слез;κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα Diod. — изнемогающие в подземных рудниках (иберийские рабы) -
2 καταξαίνω
A :—card, comb well,καταξῆναι Pl.
Com.245:—[voice] Pass.,εἴρια κατεξασμένα Hp.Ulc.24
; πέτρα κατεξαμμένη hollowed out, D.S.17.71 (hence καταξάνωσι cj. Dind. Id.1.98).2 tear in pieces, rend in shreds,πλόκους κόμης E. Ion 1267
;πολλοὺς αἱ σαὶ καταξανοῦσι.. χέρες Lyc.300
;σάρκας LXX
l.c.; ; so κ. τινὰ εἰς φοινικίδα pound him (by stoning) to red rags, Ar. Ach. 320:—[voice] Pass., πέτροισι.. καταξανθεὶς θανεῖν crushed to atoms, S. Aj. 728;πρὶν κατεξάνθαι βολαῖς E.Ph. 1145
;πέτραις καταξανθέντες ὀστέων ῥαφάς Id.Supp. 503
;πυρὶ καταξανθέντας Id.HF 285
; .3 wear, waste away,πνοαὶ.. τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων A.Ag. 197
(lyr.);τὴν σάρκα Epicur. Sent.Vat.51
;νόσοι κ. ὅλα δι' ὅλων Ph.2.432
:—[voice] Pass.,κατεξάνθην πόνοις E.Med. 1030
; ;κατέξανται δέμας Id.Hipp. 274
; ὅπλα κατεξάνθαι were worn out by use, D.S.17.94; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταξαίνω
См. также в других словарях:
καταξαίνω — (AM) καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τούς... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.) αρχ. 1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι ὅλων», Φίλ. β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek